πληκτίζεσθ'

πληκτίζεσθ'
πληκτίζεσθε , πληκτίζομαι
bandy blows with
pres imperat mp 2nd pl
πληκτίζεσθε , πληκτίζομαι
bandy blows with
pres ind mp 2nd pl
πληκτίζεσθαι , πληκτίζομαι
bandy blows with
pres inf mp
πληκτίζεσθε , πληκτίζομαι
bandy blows with
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”